Το φωτογραφικό φιλμ, για περισσότερο από έναν αιώνα, υπήρξε η καρδιά της φωτογραφικής μηχανής και το μέσο μέσω του οποίου καταγράφονταν οι εικόνες. Πριν την ψηφιακή εποχή, το φιλμ ήταν ο φορέας που μετέτρεπε το φως σε μια μόνιμη, ορατή ανάμνηση.
Η αρχή λειτουργίας του βασίζεται σε μια λεπτή πλαστική βάση (συνήθως σε μορφή κυτταρίνης ή πολυεστέρα) επικαλυμμένη με ένα ευαίσθητο στο φως γαλάκτωμα. Αυτό το γαλάκτωμα περιέχει εκατομμύρια μικροσκοπικούς κρυστάλλους αλογονιδίων του αργύρου, οι οποίοι αντιδρούν χημικά όταν εκτεθούν στο φως. Όσο περισσότερο φως δέχεται ένα σημείο του φιλμ, τόσο μεγαλύτερη είναι η αλλαγή που υφίσταται ο κρύσταλλος.
Μετά τη λήψη της φωτογραφίας, το φιλμ πρέπει να περάσει από τη διαδικασία της εμφάνισης (development). Αυτή η χημική διαδικασία μετατρέπει την αόρατη «λανθάνουσα εικόνα» (την αλλαγή στους κρυστάλλους) σε μια ορατή εικόνα. Το τελικό αποτέλεσμα είναι το αρνητικό, στο οποίο οι φωτεινές περιοχές εμφανίζονται σκούρες και οι σκοτεινές εμφανίζονται φωτεινές.
Ανάλογα με τη χρήση, το φιλμ κυκλοφορούσε σε διάφορες μορφές: το ασπρόμαυρο φιλμ, το έγχρωμο φιλμ αρνητικής εμφάνισης (τύπου C-41), και το φιλμ διαφανειών ή slide (τύπου E-6) που έδινε απευθείας θετική εικόνα. Η ευαισθησία του στο φως καθοριζόταν από την τιμή ISO (π.χ., 100, 400, 800).
Παρότι το ψηφιακό μέσο κυριάρχησε από τις αρχές του 21ου αιώνα, το αναλογικό φιλμ διατηρεί ακόμα μια πιστή κοινότητα χρηστών. Πολλοί φωτογράφοι εκτιμούν την μοναδική υφή, τον χαρακτήρα των χρωμάτων και την αίσθηση της χειροτεχνίας που προσφέρει η αναλογική διαδικασία, διασφαλίζοντας έτσι τη συνεχιζόμενη ύπαρξή του.