Ο Αχινός αποτελεί οργανισμό που εντάσσεται στα Εχινόδερμα και συνδέεται με τη λειτουργία του θαλάσσιου οικοσυστήματος, καθώς επηρεάζει τη δυναμική του βυθού και τη διαθεσιμότητα των φυτικών πόρων. Η μορφολογία του, με το σφαιρικό κέλυφος και τις χαρακτηριστικές άκανθες, επιτρέπει σταθερή κίνηση επάνω στα υποστρώματα του βυθού, ενώ ο τρόπος σίτισης μέσω του στοματικού μηχανισμού, γνωστού ως «φανάρι του Αριστοτέλη», τον καθιστά σημαντικό παράγοντα για τον έλεγχο της ανάπτυξης των φυκών. Η κατανάλωση θαλάσσιων φυκών και μικροοργανισμών διαμορφώνει ισορροπίες που συνδέονται με το πλαγκτόν και επηρεάζουν τη συμπεριφορά και άλλων ειδών.
Η οικολογική θέση του αχινού σχετίζεται με μεταβολές του βυθού, καθώς η υπερβολική συγκέντρωση πληθυσμών οδηγεί στη δημιουργία εκτεταμένων περιοχών χωρίς φύκη, γνωστών ως «βραχώδεις έρημοι». Το φαινόμενο αυτό συνδέεται με την απουσία θηρευτών, όπως συγκεκριμένα είδη ιχθύων ή ο Αστακός, γεγονός που επιτρέπει την ανεξέλεγκτη αύξηση των πληθυσμών. Η διακύμανση αυτή δείχνει πώς η ισορροπία ανάμεσα στους οργανισμούς του βυθού επηρεάζεται από αλληλεπιδράσεις που εκτείνονται σε ολόκληρη την τροφική αλυσίδα. Παράλληλα, μετά τον θάνατο του οργανισμού, η σταδιακή αποδόμηση του κελύφους συμβάλλει στον σχηματισμό ασβεστιτικών υλικών που ενσωματώνονται σε δομές του βυθού, δείχνοντας τη συμμετοχή του σε διαδικασίες αναγέννησης του θαλάσσιου περιβάλλοντος.
Η ανθρώπινη δραστηριότητα επηρεάζει την παρουσία του αχινού μέσω αλιευτικών πρακτικών και αλλαγών στις παράκτιες ζώνες. Σε ορισμένες περιοχές, η συλλογή του για κατανάλωση μειώνει προσωρινά τους πληθυσμούς, ενώ σε άλλες η έλλειψη ελέγχου οδηγεί σε υπερανάπτυξη. Η αλληλεπίδραση αυτή αναδεικνύει τη σημασία της κατανόησης των διεργασιών που καθορίζουν τη ζωή των θαλάσσιων οργανισμών και του τρόπου με τον οποίο η ανθρώπινη παρουσία μεταβάλλει φυσικές ισορροπίες. Ο αχινός λειτουργεί έτσι ως παράδειγμα οργανισμού που συνδέει βιολογικές λειτουργίες, οικολογικές διαδικασίες και πολιτισμικές πρακτικές, προσφέροντας ενιαίο πεδίο μελέτης για τη θαλάσσια ζωή.