To κείμενο που ακολουθεί είναι αντιγραφή από αυτό που βρίσκεται αναρτημένο στην Εθνική Γλυπτοθήκη.
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς είναι μια εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση στη νεοελληνική γλυπτική, αφού μια τραγική μοίρα σημάδεψε την καλλιτεχνική του πορεία. Προικισμένος με ξεχωριστό ταλέντο, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Σχολείον των Τεχνών και το από 1872, με υποτροφία του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, συνέχισε στην Ακαδημία του Μονάχου. Παρά τις συνεχείς διακρίσεις, η διακοπή της υποτροφίας του τον ανάγκασε να επιστρέψει το 1876 στην Αθήνα. Αν και είχε ήδη γίνει γνωστός στην εύπορη αθηναϊκή κοινωνία και άρχισε αμέσως να δέχεται παραγγελίες, το 1978 εκδηλώθηκαν τα πρώτα συμπτώματα αποκλίνουσας συμπεριφοράς, αφού φαίνεται ότι η διακοπή των σπουδών του, σε συνδυασμό με κάποια ατυχή γεγονότα στην προσωπική του ζωή, έπληξαν του ευαίσθητο ψυχισμό του. Έτσι, τη χρονιά αυτή έκλεισε η πρώτη περίοδος της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Στη διάρκεια της περιόδου αυτής τα θέματα του, εμπνευσμένα κυρίως από την αρχαιότητα και την ελληνική μυθολογία, όπως ο Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα (1877), ανταποκρίνονται στην κλασικιστική του παιδεία, ενώ με το κεφάλι του Σάτυρου (1878) στρέφεται ταυτόχρονα και στην ρεαλιστική απόδοση.
Η σταδιακή επιδείνωση της υγείας του τα χρόνια που ακολούθησαν οδήγησαν στον εγκλεισμό του στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας από το 1888 ως το 1902 και στη διακοπή της εργασίας του για σαράντα ολόκληρα χρόνια αφού, μετά την έξοδο του από το Ψυχιατρείο και την εγκατάσταση του στην Τήνο, ότι έπλαθε το κατέστρεψε είπε ο ίδιος είτε η μητέρα του, που φαίνεται ότι θεωρούς τη γλυπτική υπαίτια για την ασθένεια του γιού της. Ο θάνατος της μητέρας του το 1916 υπήρξε καθοριστικός αφού ο Χαλεπάς μπορούσε πλέον απερίσπαστος να αφοσιωθεί στην τέχνη του. Σε αυτή τη φάση όμως τίποτα δεν θυμίζει το παλιό ύφος. Τώρα εμφανίζει ένα ύφος ελεύθερο, αυθόρμητο και πηγαίο και επικεντρώνεται στην ουσία των συνθέσεων και όχι στη λεπτομερή επεξεργασία της επιφάνειας, την εκλέπτυνση ή την ωραιοποίηση. Έχοντας αφήσει πίσω τα διδάγματα της Ακαδημίας, μοιάζει σα να δοκιμάζει τις δυνάμεις του, αντλώντας από την περίοδο που ο ίδιος είχε δηλώσει ότι προτιμούσε: την «πριν Φειδίου». Οι μορφές γίνονται στιβαρές, επιβλητικές, μερικές φορές σχεδόν ιερατικές, εσωστρεφείς και αποτραβηγμένες σε ένα δικό τους κόσμο. Οι συνθέσεις αποτελούνται από όγκους συμπαγείς, χωρίς κενά, κατεργασμένους τόσο, ώστε να τονίζουν τα ουσιαστικά στοιχεία της φόρμας. Τα έργα εξακολουθούν να διατηρούν τον περίοπτο χαρακτήρα που είχαν στην πρώιμη περίοδο, ενώ διάφορα παραπληρωματικά στοιχεία, πιθανότατα με κρυφούς συμβολισμούς, εμπλουτίζουν σε ορισμένες περιπτώσεις το κεντρικό θέμα. Φτιάχνει προπλάσματα σε πηλό χωρίς να ενδιαφέρεται για μια τελειοποιημένη εκδοχή του έργου και δουλεύει πολλά έργα ταυτόχρονα. Χωρίς να χρησιμοποιεί σκελετό γιατί θα περιόριζε την εκφραστική του ελευθερία, εξακολουθεί να πλάθει συνθέσεις εμπνευσμένες από την αρχαιότητα και την ελληνική μυθολογία, μεμονωμένες μορφές, γυναικεία γυμνά, αλλά και χαρακτηριστικά διμέτωπα έργα, επιλέγοντας πιθανότατα θέματα που υποδηλώνουν τα προσωπικά βιώματα.